ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ – ΛΥΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ;
Η διαμεσολάβηση είναι μια μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, στην οποία τα μέρη, με τη βοήθεια και συνδρομή του διαμεσολαβητή, δηλαδή, ενός τρίτου, ανεξάρτητου και ουδέτερου ως προς τα μέρη προσώπου, επιχειρούν να καταλήξουν μέσω της διαπραγμάτευσης μεταξύ τους, σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική διευθέτηση της διαφοράς τους.
Με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να επιλυθούν όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, τους (άρθρο 3 παρ.1 του νόμου 4640/2019) και συμφωνήσουν να υπαχθούν στη διαδικασία αυτή. Ενδεικτικά, τέτοιες διαφορές μπορεί να είναι οικογενειακές, από σχέσεις οροφοκτησίας, εργατικές διαφορές, διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, κληρονομικές διαφορές, υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και χρηστών, αγωγές χρέους, αγωγές αποζημιώσεως από τροχαία ατυχήματα και πολλές άλλες.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΕΞΩ;
Η διαμεσολάβηση έχει πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα, με κυριότερα την ταχύτητα επίλυσης της διαφοράς, την εξοικονόμηση κόστους και το απόρρητο της διαδικασίας:
α) ταχεία επίλυση της διαφοράς
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης δίνει την δυνατότητα ταχείας επίλυσης της διαφοράς εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος, πολύ μικρότερου από αυτού που απαιτείται για την εκδίκαση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο.
β) εξοικονόμηση κόστους
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι πιο συμφέρουσα οικονομικά από ένα μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα που μπορεί να αποβεί πολυδάπανος, καθώς το κόστος αυτής είναι ελεγχόμενο, γιατί συμφωνείται εκ των προτέρων με το διαμεσολαβητή και βαρύνει και τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές κατ’ ισομοιρία.
γ) απόρρητο της διαδικασίας
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διεξάγεται σε ένα πλαίσιο εμπιστευτικότητας, που δεν επιτρέπει να δημοσιοποιούνται ευαίσθητες πληροφορίες, οι οποίες αφορούν τα μέρη και τη διαφορά που τους απασχολεί. Πριν την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας. Περαιτέρω, ο διαμεσολαβητής μπορεί να επικοινωνεί και να συναντάται με καθένα από τα μέρη ξεχωριστά και τις πληροφορίες που αντλεί, κατά τις επαφές αυτές με το ένα μέρος δεν επιτρέπεται να τις γνωστοποιεί στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την επίλυση της διαφοράς, που διαφυλάσσει τα μέρη από αρνητική δημοσιότητα και παράλληλα τα διευκολύνει να διατηρήσουν καλό κλίμα μεταξύ τους.
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ;
Ο νόμος 4640/2019 για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Η ύπαρξη των διατάξεων αυτών, ωστόσο, δεν αναιρεί τον ελαστικό και ευέλικτο χαρακτήρα της, καθώς η διαδικασία της διαμεσολάβησης καθορίζεται από τον διαμεσολαβητή σε συνεννόηση με τα μέρη ανάλογα με την φύση της υπόθεσης. Ο σκοπός της διαδικασίας, πάντως, εκπληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο, όταν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και εξυπηρετούνται τα αληθινά συμφέροντα των συγκεκριμένων μερών που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διακρίνεται για τον εκούσιο χαρακτήρα της και συνήθως ξεκινά με μια κοινή συνάντηση του διαμεσολαβητή με τα μέρη, τα οποία, αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για την όλη διαδικασία, παρουσιάζουν τις απόψεις τους για την μεταξύ τους διαφορά. Στη συνέχεια, ακολουθούν είτε κοινές είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και του κάθε μέρους, προκειμένου αυτός να βοηθήσει τα μέρη να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μεταφέροντας από τη μία στην άλλη πλευρά προτάσεις και αντιπροτάσεις, πάντα, όμως, με την συναίνεσή τους. Στο τέλος της διαδικασίας ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό επίτευξης ή μη επίτευξης συμφωνίας, ανάλογα με το αν θα καταλήξουν ή όχι τα μέρη σε επίλυση της διαφοράς τους. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης έχουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών που καλούνται στη διαμεσολάβηση νομικοί παραστάτες. Αυτοί παρίστανται υποχρεωτικά με τους εντολείς τους και παρέχουν σ’ αυτούς νομικές συμβουλές, τους συνδράμουν σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και συντάσσουν την τελική συμφωνία, στην οποία θα καταλήξουν τα μέρη.
Το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας, υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία και δύναται να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου από οποιοδήποτε των μερών, ώστε να αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ;
O Διαμεσολαβητής είναι ένα τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τα εμπλεκόμενα μέρη, το οποίο δεν έχει κανένα συμφέρον από την έκβαση της μεταξύ τους διαφοράς. Οφείλει να τηρεί αυστηρά τις διατάξεις της δεοντολογίας που περιλαμβάνονται στο νόμο και τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας και να λειτουργεί με ουδέτερο και αμερόληπτο τρόπο, τηρώντας απόρρητες τις πληροφορίες που προκύπτουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Διαμεσολαβητής δεν είναι κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Τουναντίον, προηγείται η κατάρτιση και η ειδική εκπαίδευσή του από Φορέα Κατάρτισης Διαμεσολαβητών και μετά από εξετάσεις διαπιστεύεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο μάλιστα τηρεί ειδικό κατάλογο όπου περιλαμβάνονται όλοι οι Διαπιστευμένοι Διαμεσολαβητές. Έτσι, όταν λέμε ότι τα μέρη είναι ελεύθερα να επιλέξουν το πρόσωπο του Διαμεσολαβητή, εννοείται ότι υπάρχει η προϋπόθεση το πρόσωπο αυτό να είναι εγγεγραμμένο στον ειδικό αυτό κατάλογο.
Ο Διαμεσολαβητής δεν ενεργεί ως δικαστής, καθώς δεν εκδίδει απόφαση και απαγορεύεται να επιβάλει στα μέρη τη λύση της δικής του επιλογής. Ο ρόλος του είναι να διευκολύνει την επικοινωνία και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, έτσι ώστε να τους βοηθήσει να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, εφόσον οι ίδιοι κρίνουν ότι αυτό ικανοποιεί τα συμφέροντά τους.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ;
ΟΧΙ, δεν υπάρχει υποχρεωτική διαμεσολάβηση, αλλά ένα υποχρεωτικό στάδιο μίας μόνο συνάντησης των μερών με τους δικηγόρους τους ενώπιον του διαμεσολαβητή, με σκοπό να εξετάσουν αν η συγκεκριμένη διαφορά τους μπορεί να επιλυθεί με διαμεσολάβηση. Αυτή η συνάντηση ονομάζεται Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) και πρέπει να λάβει χώρα το αργότερο έως τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο.
ΠΟΙΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΦΟΡΑ Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ;
φορά υποθέσεις οικογενειακές (εκτός από διαζύγια, ακύρωση γάμου, διαφορές από τη σχέση γονέων και τέκνων κ.λ.π), εκείνες που το αντικείμενο της διαφοράς τους ξεπερνά το ποσό των 30.000,00 ευρώ και, αν δικάζονταν θα υπάγονταν στην Τακτική Διαδικασία του Μονομελούς και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, καθώς και όταν υπάρχει σε ιδιωτική συμφωνία των μερών ρήτρα διαμεσολάβησης.
Η Μάγδα Παπαδοπούλου είναι Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια του Υπουργείου Δικαιοσύνης με αριθμό μητρώου 2236 και εγγεγραμμένη στον ειδικό κατάλογο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και αναλαμβάνει με αξιοπιστία και σεβασμό στο θεσμό της διαμεσολάβησης την περάτωση διάφορων υποθέσεων που εμπίπτουν στον θεσμό της διαμεσολάβησης.